- παραύξησις
- -ἡσεως, ἡ, ΜΑ [παραυξάνω]1. μεγέθυνση, αύξηση2. (για τη Σελήνη) πλήρωση, γέμιση3. αύξηση τής εντάσεως4. μαθημ. προοδευτική αύξηση παράλληλων σειρώναρχ.1. επαύξηση με προσθήκη τεμαχίων ή μερών2. μετρική μήκυνση, έκταση3. τραγούδημα σε ψηλούς τόνους4. (ρητ.) η δείνωση, το να προσδίδει ο ρήτορας στόμφο στον λόγο.
Dictionary of Greek. 2013.