παραύξησις

παραύξησις
-ἡσεως, ἡ, ΜΑ [παραυξάνω]
1. μεγέθυνση, αύξηση
2. (για τη Σελήνη) πλήρωση, γέμιση
3. αύξηση τής εντάσεως
4. μαθημ. προοδευτική αύξηση παράλληλων σειρών
αρχ.
1. επαύξηση με προσθήκη τεμαχίων ή μερών
2. μετρική μήκυνση, έκταση
3. τραγούδημα σε ψηλούς τόνους
4. (ρητ.) η δείνωση, το να προσδίδει ο ρήτορας στόμφο στον λόγο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραύξησις — waxing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραυξήσει — παραύξησις waxing fem nom/voc/acc dual (attic epic) παραυξήσεϊ , παραύξησις waxing fem dat sg (epic) παραύξησις waxing fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραυξήσεις — παραύξησις waxing fem nom/voc pl (attic epic) παραύξησις waxing fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραυξήσεσι — παραύξησις waxing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραυξήσεσιν — παραύξησις waxing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραύξησιν — παραύξησις waxing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραυξήσεων — παραυξήσεω̆ν , παραύξησις waxing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραυξήσεως — παραυξήσεω̆ς , παραύξησις waxing fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”